-
1 гол
-
2 забить
забить 1) καρφώνω χώνω \забить ящик καρφώνω το κιβώτιο" \забить гвоздь καρφώνω ( το καρφί) 2) спорт.: \забить гол σημειώνω (или πετυχαίνω) τέρμα, βάζω γκολ* * *1) καρφώνω; χώνωзаби́ть я́щик — καρφώνω το κιβώτιο
заби́ть гвоздь — καρφώνω (το καρφί)
2) спорт.заби́ть гол — σημειώνω ( или πετυχαίνω) τέρμα, βάζω γκολ
-
3 забить
-бью, -бьешь, προστκ. -бей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.1. μπήγω, καρφώνω•забить сваю μπήγω πάσσαλο•
забить гвозды χτυπώ καρφιά•
забить клин βάζω σφήνα.
(αθλτ.) βάζω, περνώ στο στόχο•гол βάζω γκολ, σημειώνω τέρμα•
забить шар в угол περνώ μέσα τη μπίλα (στο μπιλιάρδο).
2. κλείνω, σφαλίζω, σφραγίζω, ταπώνω, βουλώνω• εμ-φράζω, φράζω•забить окна досками κλείνω τα παράθυρα με σανίδες•
забить щели паклей βουλώνω τις χαραμάδες με στουπί•
забить проход εμφράζω τη δίοδο.
|| μπουκώνω. || γεμίζω, καργάρω•забить сарай γεμίζω κάργα την ξυλαποθήκη με καυσόξυλα.
3. ξεμπερδεύω, ξεκάνω ξυλοκοπώντας.4. αποβλακώνω, ξεκουτιαίνω.5. πνίγω, εμποδίζω την ανάπτυξη•сорняки -ли всходы τα ζιζάνια έπνιξαν τις φύτρες.
|| ξεπερνώ, υπερτερώ•этот инженер всех забьет αυτός ο μηχανικός θα τους φάει όλους.
6. σκοτώνω, φονεύω (στο κυνήγι, στον πόλεμο κ.τ.τ.).7. αρχίζω να χτυπώ•-ли барабаны άρχισαν να χτυπούν τα τύμπανα•
забить тревогу αρχίζω να χτυπώ συναγερμό.
|| αρχίζω να τουφεκίζω. || ηχώ, χτυπώ, βγαίνω, εξέρχομαι με δύναμη. || προκαλώ τρόμο, τρεμούλα.εκφρ.забить голову кому – συσκοτίζω το μυαλό κάποιου•ему -ли голову метафизикой – τού ‘σχισαν το κεφάλι με τη μεταφυσική•забить в себе в голову – τυπώνω στο μυαλό, μου κολλά (τυπώνεται) η ιδέα.1. μαζεύομαι, περιορίζομαι• κρύβομαι•забить в угол μαζεύομαι στη γωνία.
2. διαπερνώ, εισχωρώ, πέφτω (για χιόνι, σκόνη κ.τ.τ.)3. μπουκώνω, βουλώνω•труба -лась ο σωλήνας βούλωσε.
|| αρχίζω να χτυπώ. || χτυπώ, χτυπιέμαι•забить головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.
|| χτυπιέμαι (σε παράφορα θλίψης). || αρχίζω να πάλλω•сердце -лось η καρδιά άρχισε να χτυπά.
-
4 гол
голм спорт. τό γκόλ, τό τέρμα:забить \гол βάζω γκόλ. -
5 загнать
-гоню, -гонишь, παρλθ. χρ. загнал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загнанный, βρ: -нан, -а, -о ρ.σ.μ.1. βάζω μέσα, μπάζω•загнать скот в двор μπάζω τα ζώα στην αυλή•загнать (футбольный) мяч в ворота противника βάζω γκολ στο τέρμα του αντίπαλου.
2. διώχνω, κυνηγώ•собака -ла кошку на крышу το σκυλί κυνήγησε τη. γάτα στη στέγη.
3. καταπονώ, κατακουράζω με το πολύ τρέξιμο•загнать лошадь κάνω το άλογο να λαχανιάσει.
4. μπήγω• χώνω•он -ал нож в спину αυτός έμπηξε το μαχαίρι στη ράχη•
загнать сваи μπήγω πασσάλους.
5. (απλ.) πουλώ•он -ал пальто на базаре αυτός πούλησε το πανωφόρι στο παζάρι•
загнать копейку (ή деньги) βγάζω, κερδίζω τη δεκάρα, τα χρήματα.
-
6 забивать
забиватьнесов1. καρφώνω (гвоздь и т. ἡ.)Ι μπήγω, χώνω (сваи и т. п.)·2. (заделывать) φράζω, κλείνω, βουλώνω, στουπώνω·3. (заполнять, засорять) γεμίζω/ φράζω, κλείνω (μετ.) (проход и т. п.)·4. (подавлять, превосходить) разг ὑπερβαίνω, ξεπερνώ·5. спорт.:\забивать гол βάζω γκολ, σημειώνω τό τέρμα· \забивать голову кому́-л. φουσκώνω τά μυαλά κάποιου. -
7 ворота
-рот πλθ.1. πύλη, αυλόπορτα, αμαξόπορτα, -θύρα, πυλώνας.2. (αθλτ.) τέρμα•забить мяч в ворота противника βάζω γκολ στο τέρμα του αντίπαλου.
3. πύλες•ворота печени οι πύλες της φλέβας του συκωτιού•
триумфальные ворота η αψίδα του θριάμβου•
у -от города στα πρόθυρα της πόλης (πολύ κοντά στην πόλη).
-
8 послать
пошлю, пошлшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. посланный, βρ: -лан, -а, -оρ.σ.μ.στέλλω, στέλνω•послать письмо στέλλω γράμμα•
послать за доктором στέλλω για το γιατρό•
послать рукой поцелуй στέλλω φιλί με το χέρι•
послать мяч в сетку στέλλω τη μπάλα στα δίχτιά, βάζω γκολ.
|| ρίχνω•послать взгляд ρίχνω ματιά.
|| κινώ, φέρω•послать тело вперд φέρω το σώμα μπροστά.
|| προωθώ.εκφρ.чем Бог -ал – με ό,τι μας έδοσε ο Θεός, με ό,τι έχομε ή υπάρχει (για κέρασμα κ.τ.τ.),παλ. αναφέρομαι σε κάποιον φέρω ως μάρτυρα. -
9 пробить
-бью, -бьшь, παρλθ. χρ. пробил-ла, -ло, προστκ. пробейρ.σ.1. διατρυπώ με χτυπήματα• διαπερνώ•пробить стену τρυπώ τον τοίχο•
пробить отверстие ανοίγω τρύπα•
пробить брешь κάνω ρήγμα.
|| σπάζω, θραύω•река -ла плотину το ποτάμι έσπασε το φράγμα.
|| διαπερνώ, διέρχομαι•лучи солнца тучу -ли οι ακτίνες του ήλιου διαπέρασαν το σύννεφο.
2. διανοίγω (οδό, δίοδο κ.τ.τ.).3. βλ. проконопатить.4. (στα παιγνίδια) χτυπώ επιτυχώς• βάζω (γκολ κ.τ.τ.).5. χτυπώ, παράγω ήχους• κρούω•пробить в колокол χτυπώ την καμπάνα•
пробить в барабан τυμπανίζω•
пробить тревогу σημαίνω συναγερμό•
часы -ли пять раз το ρολόγι χτύπησε πέντε η ώρα•
в городе -ло полночь στην πόλη χτύπησε μεσάνυχτα.
6. (απρόσ.) συμπληρώνω, κλείνω•мне -ло 18 лет εγώ έκλεισα τα 18 χρόνια.
εκφρ.пробить себе дорогу (путь) – σταδιοδρομώ με δικές μου προσπάθειες•час -йл! – σήμανε η ώρα! ήρθε ο καιρός! (για κάτι).1. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα από διεισδύω.2. (ανα)φύομαι, βγαίνω, προβάλλω. || μτφ. (για αισθήματα)• εκδηλώνομαι, εμφανίζομαι, φανερώνομαι.3. μτφ. χτυπώ ρυθμικά (για σφυγμό, καρδιά κ.τ.τ.).4. μτφ. καταβάλλω προσπάθειες, μάχομαι, πολεμώ.5. τα κακοβολεύω, τα βολεύω με δυσκολία•мы -лись кое-как до весны τα βολέψαμε όπως-ό-πως ως την Ανοιξη.
εκφρ.пробить в люди – αναδείχνομαι στην κοινωνία. -
10 гол
-а α.1. παλ. τέρμα (απ' όπου πρέπει να περάσει η ποδόσφαιρα).2. γκολ•забить один гол βάζω ένα τέρμα.
См. также в других словарях:
τέρμα — το, ΝΜΑ 1. το τελικό σημείο ή όριο χώρου ή χρόνου στο οποίο καταλήγει κανείς ή περατώνεται κάτι, τέλος, πέρας (α. «τέρμα οδού» β. «τέρμα τού καλοκαιριού» γ. «οἶσθα γὰρ εὖ περί τέρμαθ ἑλισσέμεν», Ομ. Ιλ. δ. «τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος», Αισχύλ.… … Dictionary of Greek