Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βάζω γκολ

  • 1 гол

    гол м το τέρμα, το γκολ забить \гол βάζω γκολ
    * * *
    м
    το τέρμα, το γκολ

    заби́ть гол — βάζω γκολ

    Русско-греческий словарь > гол

  • 2 забить

    забить 1) καρφώνω χώνω \забить ящик καρφώνω το κιβώτιο" \забить гвоздь καρφώνω ( το καρφί) 2) спорт.: \забить гол σημειώνω (или πετυχαίνω) τέρμα, βάζω γκολ
    * * *
    1) καρφώνω; χώνω

    заби́ть я́щик — καρφώνω το κιβώτιο

    заби́ть гвоздь — καρφώνω (το καρφί)

    2) спорт.

    заби́ть гол — σημειώνω ( или πετυχαίνω) τέρμα, βάζω γκολ

    Русско-греческий словарь > забить

  • 3 забить

    -бью, -бьешь, προστκ. -бей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. μπήγω, καρφώνω•

    забить сваю μπήγω πάσσαλο•

    забить гвозды χτυπώ καρφιά•

    забить клин βάζω σφήνα.

    (αθλτ.) βάζω, περνώ στο στόχο•

    гол βάζω γκολ, σημειώνω τέρμα•

    забить шар в угол περνώ μέσα τη μπίλα (στο μπιλιάρδο).

    2. κλείνω, σφαλίζω, σφραγίζω, ταπώνω, βουλώνω• εμ-φράζω, φράζω•

    забить окна досками κλείνω τα παράθυρα με σανίδες•

    забить щели паклей βουλώνω τις χαραμάδες με στουπί•

    забить проход εμφράζω τη δίοδο.

    || μπουκώνω. || γεμίζω, καργάρω•

    забить сарай γεμίζω κάργα την ξυλαποθήκη με καυσόξυλα.

    3. ξεμπερδεύω, ξεκάνω ξυλοκοπώντας.
    4. αποβλακώνω, ξεκουτιαίνω.
    5. πνίγω, εμποδίζω την ανάπτυξη•

    сорняки -ли всходы τα ζιζάνια έπνιξαν τις φύτρες.

    || ξεπερνώ, υπερτερώ•

    этот инженер всех забьет αυτός ο μηχανικός θα τους φάει όλους.

    6. σκοτώνω, φονεύω (στο κυνήγι, στον πόλεμο κ.τ.τ.).
    7. αρχίζω να χτυπώ•

    -ли барабаны άρχισαν να χτυπούν τα τύμπανα•

    забить тревогу αρχίζω να χτυπώ συναγερμό.

    || αρχίζω να τουφεκίζω. || ηχώ, χτυπώ, βγαίνω, εξέρχομαι με δύναμη. || προκαλώ τρόμο, τρεμούλα.
    εκφρ.
    забить голову кому – συσκοτίζω το μυαλό κάποιου•
    ему -ли голову метафизикой – τού ‘σχισαν το κεφάλι με τη μεταφυσική•
    забить в себе в голову – τυπώνω στο μυαλό, μου κολλά (τυπώνεται) η ιδέα.
    1. μαζεύομαι, περιορίζομαι• κρύβομαι•

    забить в угол μαζεύομαι στη γωνία.

    2. διαπερνώ, εισχωρώ, πέφτω (για χιόνι, σκόνη κ.τ.τ.)
    3. μπουκώνω, βουλώνω•

    труба -лась ο σωλήνας βούλωσε.

    || αρχίζω να χτυπώ. || χτυπώ, χτυπιέμαι•

    забить головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.

    || χτυπιέμαι (σε παράφορα θλίψης). || αρχίζω να πάλλω•

    сердце -лось η καρδιά άρχισε να χτυπά.

    Большой русско-греческий словарь > забить

  • 4 гол

    гол
    м спорт. τό γκόλ, τό τέρμα:
    забить \гол βάζω γκόλ.

    Русско-новогреческий словарь > гол

  • 5 загнать

    -гоню, -гонишь, παρλθ. χρ. загнал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загнанный, βρ: -нан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βάζω μέσα, μπάζω•

    загнать скот в двор μπάζω τα ζώα στην αυλή•загнать (футбольный) мяч в ворота противника βάζω γκολ στο τέρμα του αντίπαλου.

    2. διώχνω, κυνηγώ•

    собака -ла кошку на крышу το σκυλί κυνήγησε τη. γάτα στη στέγη.

    3. καταπονώ, κατακουράζω με το πολύ τρέξιμο•

    загнать лошадь κάνω το άλογο να λαχανιάσει.

    4. μπήγω• χώνω•

    он -ал нож в спину αυτός έμπηξε το μαχαίρι στη ράχη•

    загнать сваи μπήγω πασσάλους.

    5. (απλ.) πουλώ•

    он -ал пальто на базаре αυτός πούλησε το πανωφόρι στο παζάρι•

    загнать копейку (ή деньги) βγάζω, κερδίζω τη δεκάρα, τα χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > загнать

  • 6 забивать

    забивать
    несов
    1. καρφώνω (гвоздь и т. ἡ.)Ι μπήγω, χώνω (сваи и т. п.)·
    2. (заделывать) φράζω, κλείνω, βουλώνω, στουπώνω·
    3. (заполнять, засорять) γεμίζω/ φράζω, κλείνω (μετ.) (проход и т. п.)·
    4. (подавлять, превосходить) разг ὑπερβαίνω, ξεπερνώ·
    5. спорт.:
    \забивать гол βάζω γκολ, σημειώνω τό τέρμα· \забивать голову кому́-л. φουσκώνω τά μυαλά κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > забивать

  • 7 ворота

    -рот πλθ.
    1. πύλη, αυλόπορτα, αμαξόπορτα, -θύρα, πυλώνας.
    2. (αθλτ.) τέρμα•

    забить мяч в ворота противника βάζω γκολ στο τέρμα του αντίπαλου.

    3. πύλες•

    ворота печени οι πύλες της φλέβας του συκωτιού•

    триумфальные ворота η αψίδα του θριάμβου•

    у -от города στα πρόθυρα της πόλης (πολύ κοντά στην πόλη).

    Большой русско-греческий словарь > ворота

  • 8 послать

    пошлю, пошлшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. посланный, βρ: -лан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    στέλλω, στέλνω•

    послать письмо στέλλω γράμμα•

    послать за доктором στέλλω για το γιατρό•

    послать рукой поцелуй στέλλω φιλί με το χέρι•

    послать мяч в сетку στέλλω τη μπάλα στα δίχτιά, βάζω γκολ.

    || ρίχνω•

    послать взгляд ρίχνω ματιά.

    || κινώ, φέρω•

    послать тело вперд φέρω το σώμα μπροστά.

    || προωθώ.
    εκφρ.
    чем Бог -ал – με ό,τι μας έδοσε ο Θεός, με ό,τι έχομε ή υπάρχει (για κέρασμα κ.τ.τ.),
    παλ. αναφέρομαι σε κάποιον φέρω ως μάρτυρα.

    Большой русско-греческий словарь > послать

  • 9 пробить

    -бью, -бьшь, παρλθ. χρ. пробил
    -ла, -ло, προστκ. пробей
    ρ.σ.
    1. διατρυπώ με χτυπήματα• διαπερνώ•

    пробить стену τρυπώ τον τοίχο•

    пробить отверстие ανοίγω τρύπα•

    пробить брешь κάνω ρήγμα.

    || σπάζω, θραύω•

    река -ла плотину το ποτάμι έσπασε το φράγμα.

    || διαπερνώ, διέρχομαι•

    лучи солнца тучу -ли οι ακτίνες του ήλιου διαπέρασαν το σύννεφο.

    2. διανοίγω (οδό, δίοδο κ.τ.τ.).
    3. βλ. проконопатить.
    4. (στα παιγνίδια) χτυπώ επιτυχώς• βάζω (γκολ κ.τ.τ.).
    5. χτυπώ, παράγω ήχους• κρούω•

    пробить в колокол χτυπώ την καμπάνα•

    пробить в барабан τυμπανίζω•

    пробить тревогу σημαίνω συναγερμό•

    часы -ли пять раз το ρολόγι χτύπησε πέντε η ώρα•

    в городе -ло полночь στην πόλη χτύπησε μεσάνυχτα.

    6. (απρόσ.) συμπληρώνω, κλείνω•

    мне -ло 18 лет εγώ έκλεισα τα 18 χρόνια.

    εκφρ.
    пробить себе дорогу (путь) – σταδιοδρομώ με δικές μου προσπάθειες•
    час -йл! – σήμανε η ώρα! ήρθε ο καιρός! (για κάτι).
    1. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα από διεισδύω.
    2. (ανα)φύομαι, βγαίνω, προβάλλω. || μτφ. (για αισθήματα)• εκδηλώνομαι, εμφανίζομαι, φανερώνομαι.
    3. μτφ. χτυπώ ρυθμικά (για σφυγμό, καρδιά κ.τ.τ.).
    4. μτφ. καταβάλλω προσπάθειες, μάχομαι, πολεμώ.
    5. τα κακοβολεύω, τα βολεύω με δυσκολία•

    мы -лись кое-как до весны τα βολέψαμε όπως-ό-πως ως την Ανοιξη.

    εκφρ.
    пробить в люди – αναδείχνομαι στην κοινωνία.

    Большой русско-греческий словарь > пробить

  • 10 гол

    α.
    1. παλ. τέρμα (απ' όπου πρέπει να περάσει η ποδόσφαιρα).
    2. γκολ•

    забить один гол βάζω ένα τέρμα.

    Большой русско-греческий словарь > гол

См. также в других словарях:

  • τέρμα — το, ΝΜΑ 1. το τελικό σημείο ή όριο χώρου ή χρόνου στο οποίο καταλήγει κανείς ή περατώνεται κάτι, τέλος, πέρας (α. «τέρμα οδού» β. «τέρμα τού καλοκαιριού» γ. «οἶσθα γὰρ εὖ περί τέρμαθ ἑλισσέμεν», Ομ. Ιλ. δ. «τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος», Αισχύλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»